- ἀφαιρετός
- ἀφαιρ-ετός, όν,A to be taken away, separable, Pl.Plt.303e, Arr.Epict.3.24.3.2 deducted, PRev.Laws55.1 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφαιρετός — to be taken away masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετόν — ἀφαιρετός to be taken away masc/fem acc sg ἀφαιρετός to be taken away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαίρετον — ἀφαιρετός to be taken away masc/fem acc sg ἀφαιρετός to be taken away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετά — ἀφαιρετός to be taken away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρέτους — ἀφαιρετός to be taken away masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφαίρετος — καταφαίρετος, ον (Α) αυτός που αφαιρείται ή έχει αφαιρεθεί από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αφαίρετος (< ἀφαιρῶ), πρβλ. αυ θαίρετος, δυσ αφαίρετος] … Dictionary of Greek
ευαφαίρετος — εὐαφαίρετος, ον (ΑΜ) αυτός που αφαιρείται εύκολα, ευκολοαφαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αφαιρετός (< αφαιρώ)] … Dictionary of Greek
προτονίσκος — ο, Ν ναυτ. μικρός αφαιρετός πρότονος τής στήλης τού ιστού λέμβου, που απολήγει στο άκρο τού δορατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότονος + υποκορ. κατάλ. ίσκος* (πρβλ κολπ ίσκος)] … Dictionary of Greek